λυκοφιλία

λυκοφιλία
η (Α λυκοφιλία) [λυκοφίλιος]
επιφανειακή, ψευδής και ύπουλη φιλία μεταξύ ανθρώπων που αλληλομισούνται («οὐδέν ἐστιν αἴσχιον λυκοφιλίας», Μάρκ. Αυρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυκοφιλία — λυκοφιλίᾱ , λυκοφιλία wolf s fem nom/voc/acc dual λυκοφιλίᾱ , λυκοφιλία wolf s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκοφιλία — η ψεύτικη και ανειλικρινής φιλία: Οι πολιτικοί ηγέτες στη Βουλή δείχνουν λυκοφιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυκοφιλίας — λυκοφιλίᾱς , λυκοφιλία wolf s fem acc pl λυκοφιλίᾱς , λυκοφιλία wolf s fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκοφιλίαν — λυκοφιλίᾱν , λυκοφιλία wolf s fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”